ταπετσιέρης

ταπετσιέρης
[тапецерис] ουσ. а. драпировщик, обойщик,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ταπετσιέρης" в других словарях:

  • ταπετσιέρης — ο (λ. ιταλ.), τεχνίτης ειδικός για ταπετσαρίες (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… …   Dictionary of Greek

  • στορεστής — ο, ΝΑ νεοελλ. τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση, ταπετσιέρης αρχ. αυτός που φέρνει γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα τού αρχ. στόρνυμι* (πρβλ. μτγν. στορέννυμι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»